πανικός, ο
paniko΄s
panic
πάνικ
Ερμηνεία:
Aβάσιμος φόβος προκαλούμενος από θορύβους ή ήχους νυκτερινούς. Κατάσταση κατακλισμιαίου φόβου ή τρόμου, που δημιουργεί άτακτη φυγή μετά από από οξεία τρομοκράτηση. Βλέπε διαταραχή πανικού.
Ετυμολογία:
< ο Παν, του Πανος (ο τραγοπόδαρος θεός των Αρχαίων Ελλήνων, που προκάλεσε πανικό στον Περσικό στρατό, κατά τη διάρκεια της μάχης του Μαραθώνα)
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Published in final edited form as: Neurosci Biobehav Rev. 2014 October; 46 Pt 3: 379–396. Published online 2014 March 21.doi: 10.1016/j.neubiorev.2014.03.010
Published in final edited form as: Prog Brain Res. 2012; 198: 133–161. doi: 10.1016/B978-0-444-59489-1.00009-4
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχιατρική:
|